- υποφωσκω
- ὑποφώσκωὑπο-φώσκωсветать
ὑποφωσκούσης ἕω Arst. — на заре
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποφωσκούσης ἕω Arst. — на заре
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποφώσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποφώσκω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το υποβόσκω. Το υποφώσκω σημαίνει → αχνοφέγγω, θαμποφέγγω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποφώσκω — ὑποφώσκω ΝΑ αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ρ. ὑποφαύσκω, κατ επίδραση τής λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω] … Dictionary of Greek
διαυγάζω — (ΑΝ) 1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω 2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω αρχ. 1. είμαι διαφανής, διαυγής 2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος) 3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)… … Dictionary of Greek
διαυγώ — διαυγῶ ( έω) (Α) 1. υποφώσκω, διαυγάζω 2. (για όγκο) είμαι φανερός («ὁ ὄγκος ἦττον διαυγήσει», Άντυλλος στον Ορειβάσιο) … Dictionary of Greek
διαφέγγω — (ΑΝ) φέγγω αμυδρά, αρχίζω να φέγγω, υποφώσκω, αχνοφέγγω … Dictionary of Greek
υποφαύσκω — Α ὑποφώσκω*, αρχίζω να φέγγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαύσκω «φωτίζω, φανερώνω»] … Dictionary of Greek
υποβόσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποβόσκω : χρησιμοποιείται και η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφράσεις όπως: υποβόσκουσα (→ σε λανθάνουσα κατάσταση αλλά με διαβρωτικά αποτελέσματα) κρίση. Δες και σημείωση υποφώσκω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής